Σε είδα τυχαία στο δρόμο καθώς περπατούσα σήμερα το πρωί, δεν ξέρω τι ακριβώς ένιωσα εκείνη την ώρα, ανάμεικτα τα συναισθήματα μου σαν μπλεγμένα ακουστικά. Οι σκέψεις μου με πήγαν πίσω, εκει που άρχισαν όλα, εκεί που τελείωσαν.

Έμοιαζες χαρούμενη, το έβλεπα στα μάτια σου από μακριά, έλαμπες σαν άστρο στον ουρανό το βράδυ.
Κατάλαβα πως με είχες ήδη ξεχάσει, τόσο πολύ σε πλήγωσα λοιπόν.

Μπορεί και να φέρθηκα ανώριμα εκείνο το βράδυ που χώρισαν οι καρδιές μας, εκείνο το βράδυ που σταμάτησαν να συγχρονίζουν τους χτύπους μας, συγνώμη γι’αυτό.
Προσπάθησα να σώσω ό,τι είχε πεθάνει από καιρό πριν, μάταια όμως.
Καταλήξαμε σαν δύο ξένοι που κάποτε ήξεραν ο ένας τον άλλον καλύτερα από όλους.

Επέλεξα να μη σε πλησιάσω, δεν ήθελα να χαλάσω τη διάθεση σου, σε έβλεπα χαρούμενη κι αυτό ήταν αρκετό για μένα, ήξερα πως τουλάχιστον μακριά μου θα είσαι καλά όσο κι αν με πλήγωνε αυτό.

Πλέον, είμαστε σαν δυο παράλληλες γραμμές, οι επιλογές που κάναμε μας έφεραν σε αυτό το σημείο, γίναμε δύο ξένοι με κοινές αναμνήσεις που σιγά σιγά ξεθωριάζουν μέσα στο χρόνο.