Λίγο πριν σε χάσω μου είχες πει πως ποτέ δεν θα χωρίσουν οι δρόμοι μας. Λίγο πριν αλλάξουν τα δεδομένα μου είπες πως μ’αγαπάς και μου κράτησες το χέρι, μήπως ήξερες τι θα γινόταν και δεν μου το έλεγες; Δεν θα μάθω ποτέ όπως φαίνεται.

Εκείνη την μέρα ήσουν διαφορετική, δεν ξέρω ήσουν τόσο πανέμορφη, έλαμπες ολόκληρη, σε κοιτούσα και ένιωθα τόσο τυχερός που σε είχα στη ζωή μου. Από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα ένιωσα κάτι ξεχωριστό μέσα μου, κάτι που δεν το είχα ξανά νιώσει ποτέ στη ζωή μου.

Ήμουν 17 και εσύ 16, ήμασταν δυο νέοι με όνειρα, απολαμβάναμε το ηλιοβασίλεμα κάθε μέρα αγκαλιά σε εκείνο το λιμάνι, τώρα πλέον δεν πάω εκεί, δεν θέλω να θυμάμαι εκείνες τις μέρες. Προσπαθώ να ξεχάσω, αλλά τίποτα δεν ξεχνιέται αγάπη μου.

Θυμάσαι τότε που περπατούσαμε σε εκείνο το δρομάκι και άρχισε να βρέχει; Θυμάμαι ότι δεν θέλαμε να βρεχτούμε γι’ αυτό μπήκαμε στο πιο κοντινό σπίτι που βρήκαμε εκεί και μας φιλοξένησαν αυτοί οι καλοσυνάτοι άνθρωποι, μας ρώτησαν αν θέλαμε κάτι να πιούμε και εσύ τους είπες πως ήθελες κάτι κρύο. Μόνο εσύ θα μπορούσες να θέλεις κάτι κρύο καθώς έξω είχε καταιγίδες. Τόσες αναμνήσεις, περάσαμε υπέροχα μαζί, ήθελα όμως περισσότερο από σένα.

Να είχα ακόμα μια μέρα μαζί σου, αυτό μόνο ζητώ και μετά ας φύγεις ξανά. Πως τα φέρνει τελικά η ζωή, ό,τι είχα δεδομένο μέσα σε μια στιγμή έγινε ζητούμενο. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι εκείνη την μέρα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σε έβλεπα, η τελευταία φορά που θα σου έλεγα πόσο πολύ σ’αγαπούσα.

Ήταν Αύγουστος, είχαμε βγει την νύχτα για φαγητό. Πέρασα από το σπίτι σου και εσύ με περίμενες έξω γιατί όπως συνήθως είχα αργήσει να έρθω να σε πάρω. Μπήκες μέσα στο αυτοκίνητο θυμωμένη, αλλά επειδή μου άρεσε να σε πειράζω σου είπα:

«Τι έχεις πάλι βρε γκρινιάρα μου;»
«Τίποτα.»
«Αν σου δώσω ένα φιλάκι θα με συγχωρέσεις που άργησα;»

Δεν έφτασες να μου απαντήσεις κι εγώ σε πήρα και σε φίλησα όσο πιο υπέροχα μπορούσα. Όταν σταμάτησα να σε φιλώ με κοίταξες στα μάτια και μου είπες ότι με συγχωράς μετά από πολύ σκέψη. Με έκανες και γέλασα πολύ εκείνη την στιγμή, ήξερα πως η νύχτα θα ήταν δικιά μας, θα περνούσαμε υπέροχα όπως κάθε φορά που ήμασταν μαζί.

Θυμάμαι πήγαμε σε εκείνο το εστιατόριο κοντά στη θάλασσα, μας άρεσε πολύ το φαγητό τους και ήταν ρομαντικά για μας τους δυο με θεά την θάλασσα. Ήξερα πόσο πολύ σε ηρεμούσε η θάλασσα, την αγαπούσες πολύ όπως κι εγώ. Περνούσαμε ατελείωτες ώρες μπροστά από τη θάλασσα, ακούγαμε τα κύματα τα και μιλούσαμε για το μέλλον μας.

Όταν φύγαμε από το εστιατόριο, περπατήσαμε λίγο στην παραλία σε κρατούσα από το χέρι, δεν ήθελες να σε αφήσω στιγμή, δεν ξέρω γιατί σου άρεσε τόσο πολύ. Κάποια στιγμή μπήκες μπροστά μου και μου είπες:

«Αν μπορούσες να ξαναζήσεις μια στιγμή ποια θα ήταν αυτή;»
«Θα ήθελα να ξαναζήσω την στιγμή που σε είδα για πρώτη φορά, θα ήθελα να ξανανιώσω την καρδιά μου να μου λέει πως εσύ είσαι η εκλεκτή, εσύ είσαι το κλειδί που θα ανοίξει το μυαλό μου, την καρδιά μου.»
«Σ’αγαπώ μη με ξεχάσεις.»
«Γιατί να σε ξεχάσω; Δεν θα το έκανα ποτέ μου ακόμα και αν σήμερα ήταν η τελευταία φορά που θα σε έβλεπα.»
«Οι άνθρωποι ξεχνούν με το πέρασμα του χρόνου.»
«Εγώ δεν θα σε ξεχάσω, δεν είμαι σαν τους υπόλοιπους.»

Είχε περάσει η ώρα, έπρεπε να φύγουμε από την παραλία. Μου είχες πει πως πρέπει να σε πάρω σπίτι γιατί ήταν αργά και εγώ σου είπα ότι σε ήθελα λίγο ακόμα. Δεν ξέρω γιατί, ήθελα για λίγο ακόμα να σε έχω δίπλα μου για να νιώθω ολόκληρος.

Καθώς περπατούσαμε κάποιος με πήρε στο τηλέφωνο, σου άφησα το χέρι για να το πάρω, εσύ συνέχισες να περπατάς και γύρισες να με δεις, αλλά δεν πρόσεξες το αυτοκίνητο που ερχόταν κατά πάνω σου. Δεν θυμάμαι πολλά μετά από το σοκ που έπαθα, έγιναν όλα τόσο γρήγορα, σε κλάσματα δευτερολέπτου, θυμάμαι να αφήνω το κινητό και να τρέχω προς εσένα, δεν έφτασα όμως να σε απομακρύνω. Γιατί να μην είμαι εγώ στην θέση σου; Γιατί σου άφησα το χέρι Γιατί; Γιατί;

Ακόμα σε θυμάμαι κορίτσι μου, δεν μπορώ να ξεχάσω έτσι απλά όλα όσα έγιναν. Νιώθω μισός χωρίς εσένα, νιώθω τον κόσμο μου να χάνεται σιγά σιγά.
Θα τα πούμε ξανά, στο υπόσχομαι.

(Το παραπάνω κείμενο είναι δημιούργημα φαντασίας, οποιαδήποτε ταυτοποίηση είναι απλή σύμπτωση.)