Πέρασε η ώρα, ξημερώνει σιγά σιγά.

Ξημερώνει ακόμη μια μέρα, σε ένα κόσμο γεμάτο βιασύνη, παντού όλοι τρέχουν. Όλοι θέλουν να προλάβουν κάτι, η ζωή όμως τρέχει πιο γρήγορα κανείς δεν το καταλάβει, κανείς δεν ζει το τώρα τα αφήνουν όλα για μετά και έτσι περνούν τα χρόνια. Ζήστε ρε δεν θα έχετε άλλη ευκαιρία, μια ζωή σας δίνεται μην την χαραμίζεται, κανείς δεν ξέρει που θα είναι αύριο, σήμερα ζούμε αύριο δεν ξέρουμε.

Ξημερώνει ακόμη μια μέρα, βλέπω ξανά στους δρόμους ανθρώπους που τα έχασαν όλα ή γεννήθηκαν στη φτώχεια, ζητούν χρήματα για να αγοράσουν φαγητό και εμείς απλά περνούμε ανέμελα από δίπλα τους κάνοντας ότι δεν τους βλέπουμε. Αυτή είναι η κοινωνία μας ο καθένας να βλέπει μονάχα τον εαυτό του, ο εγωισμός μας να είναι περισσότερος από την ανθρωπιά μας. Σήμερα μια ηλικιωμένη γυναίκα περπατούσε στο δρόμο και της πέσαν τα χρήματα κάτω, προσπάθησε να  τα πιάσει αλλά πριν προλάβει είχε ήδη σκύψει κάτω μια άλλη κοπέλα της τα έδωσε και η ηλικιωμένη είπε ευχαριστώ. Όταν είδα αυτό το περιστατικό σκέφτηκα ότι υπάρχει ακόμη ανθρωπιά σε αυτό τον κόσμο που χαλά μέρα με την μέρα.

Ξημερώνει ακόμη μια μέρα, σε μια κοινωνία που οι περισσότεροι ζουν την ζωή τους στο μέτριο. Λίγοι είναι αυτοί που ζουν στο φουλ, λίγοι είναι αυτοί που τολμούν να κάνουν πράξεις αυτά που άλλοι φοβούνται. Χαράζει και μοιάζει αδύνατο να βρεις αλλού το χρώμα του ουρανού, καμιά μπογιά δεν μπορεί να φτιάξει τέτοιο χρώμα τόσο μοναδικό. Κανείς δεν αγγίζει το χρώμα του ουρανού, όλοι μονάχα προσπαθούν να το μιμηθούν.

Ξημέρωσε, ο καθένας ψάχνει για όμορφους ανθρώπους αντί να ψάχνει για ανθρώπους που μπορούν να κάνουν το κόσμο όμορφο, ένα κόσμο που όλοι ονειρευόμαστε αλλά κανείς δεν προσπαθεί, κανείς δεν άλλαξε τον κόσμο κάνοντας αυτό που του είπε ο κόσμος να κάνει.